Παρά τις όποιες προόδους στον τομέα της πρόληψης, ο κίνδυνος των εργατικών ατυχημάτων δεν μπορεί να μηδενισθεί. Η αμέλεια, το λάθος και η παράλειψη είναι ανθρώπινες αδυναμίες που πάντα υπάρχουν και μπορούν να καταστούν γενεσιουργές αιτίες για την πρόκληση εργατικών ατυχημάτων, με ενίοτε βαριές οικονομικές συνέπειες για:
- τον εκάστοτε Εργοδότη
- τον Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης,
- τον ίδιο τον εργαζόμενο και την οικογένειά του (περίπτωση σοβαρής σωματικής βλάβης με μερική ή μόνιμη ανικανότητα ή θάνατο).
Η αμέλεια το λάθος και η παράλειψη συνιστούν την έννοια της Ευθύνης. Στην περίπτωση των εργατικών ατυχημάτων ο Νομοθέτης δεν συγχωρεί και επιβάλλει ανάλογη τιμωρία στον καταρχήν φερόμενο ως υπαίτιο Εργοδότη, με το κλασικό αιτιολογικό της «μη τήρησης των προσηκόντων μέτρων ασφαλείας για την πρόληψη του ατυχήματος». Είναι προφανές πως σε παρόμοιες καταστάσεις η όλη διαδικασία και το όποιο οικονομικό κόστος του εργατικού ατυχήματος, βαρύνει κατά βάση τον Εργοδότη ο οποίος έχει εκ του νόμου αντικειμενική αστική ευθύνη για το ατύχημα.
Υπό το βάρος των κοινωνικών πιέσεων και των συνακολούθων οικονομικών συνεπειών γύρω από τα εργατικά ατυχήματα, η διεθνής πρακτική εδώ και πολλά χρόνια, ενεργοποίησε το θεσμό της ιδιωτικής ασφάλισης. Συγκεκριμένα, εισήγαγε δια νόμου ή ως θετικό πρακτικό μέτρο , την Ασφάλιση Εργοδοτικής Ευθύνης για τις Επιχειρήσεις και την Ασφάλιση Επαγγελματικής Αστικής Ευθύνης για τους Τεχνικούς Συμβούλους Ασφαλείας, στοχεύοντας με τον τρόπο αυτό στην εξασφάλιση επαρκούς χρηματοδότησης των οικονομικών συνεπειών από τα εργατικά ατυχήματα. Παράλληλα, όπως είναι ευνόητο, οι Ασφαλιστικές Εταιρείες, πέρα από τα θεσμικά όργανα της Πολιτείας, έχουν κάθε λόγο διακριτικά να ενδιαφέρονται για την τήρηση των μέτρων ασφαλείας ή και για την επιβολή κατάλληλων μέτρων πρόληψης, προκειμένου να παρέχουν την αντίστοιχη κάλυψη στην ασφαλισμένη επιχείρηση ή στον ασφαλισμένο επαγγελματία Τεχνικό Ασφαλείας. Έτσι, με τον τρόπο αυτό δημιουργείται, έμμεσα, ένας ανεξάρτητος μηχανισμός «πρόληψης και θεραπείας» των εργατικών ατυχημάτων.